Greek Meaning of steadfast
σταθερός
Other Greek words related to σταθερός
- αφιερωμένος
- αφοσιωμένος
- ευλαβής
- πιστός
- καλός
- πιστός
- αμετάβλητος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- φλογερός
- σταθερά
- γρήγορος
- φλογερό
- παθιασμένος
- ευσεβής
- αποφασισμένος
- Αδιάβροχο
- σταθερός
- πιστός
- κατά μήκος της γραμμής
- πρόθυμος
- επιβεβαιωμένο
- αξιόπιστος
- αποφασισμένος
- υπάκουος
- ενθουσιώδης
- φλογερός
- παθιασμένος
- πρόθεση
- αμετανόητος
- αξιόπιστος
- υπεύθυνος
- σοβαρός
- στερεός
- ορκισμένος
- δοκίμασε
- Δοκιμασμένο και αληθινό
- αξιόπιστος
- αξιόπιστος
- σταθερός
- διστακτικός
- ακλόνητος
Nearest Words of steadfast
Definitions and Meaning of steadfast in English
steadfast (s)
marked by firm determination or resolution; not shakable
firm and dependable especially in loyalty
FAQs About the word steadfast
σταθερός
marked by firm determination or resolution; not shakable, firm and dependable especially in loyalty
αφιερωμένος,αφοσιωμένος,ευλαβής,πιστός,καλός,πιστός,αμετάβλητος,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,φλογερός,σταθερά
Αποστάτης,άπιστος,ευμετάβλητος,διστακτικός,ασταθής,ανεύθυνος,perfidious,προδοτικός,ύπουλος,αναξιόπιστος
stead => στη θέση, std => std, staysail => σταύρος **(stávros), stays => μένει, stayman winesap => Στέιμαν Γουάινσαπ,