Greek Meaning of confirmed

επιβεβαιωμένο

Other Greek words related to επιβεβαιωμένο

Definitions and Meaning of confirmed in English

Wordnet

confirmed (s)

of persons; not subject to change

Wordnet

confirmed (a)

having been established or made firm or received the rite of confirmation

FAQs About the word confirmed

επιβεβαιωμένο

of persons; not subject to change, having been established or made firm or received the rite of confirmation

χρόνιος,επίμονος,σειρά,εθισμένος,γεννημένος,έμφυτος,Βαμμένος στο μαλλί,συνήθης,αμετανόητος,φυσικός

διαλείπουσα,περιστασιακός,ασυνήθιστος,αχρησιμοποίητος

confirmatory => Επιβεβαιωτικός, confirmative => Επιβεβαιωτικός, confirmation hearing => ακροαματική διαδικασία κύρωσης, confirmation => επιβεβαίωση, confirmable => επιβεβαιώσιμο,