Greek Meaning of confirmed
επιβεβαιωμένο
Other Greek words related to επιβεβαιωμένο
- χρόνιος
- επίμονος
- σειρά
- εθισμένος
- γεννημένος
- έμφυτος
- Βαμμένος στο μαλλί
- συνήθης
- αμετανόητος
- φυσικός
- τακτικός
- Επαναλάβετε
- σταθερός
- πεισματάρης
- χρησιμοποιημένο
- συνηθισμένος
- κατάλληλος
- βαθιά ριζωμένο
- Βαθιά ριζωμένος
- εδραιωμένος
- συνήθης
- ενδογαμικός
- επικλινής
- αδιόρθωτος
- εγγενής
- έμφυτος
- οχυρωμένος
- Ενδογενής
- πεισματάρης
- επιρρεπής
- σετ
- αμετάβλητος
- αξιόπιστος
- Μη αναπαλαιωμένος
- ανεξιλέωτος
- συνηθισμένος
Nearest Words of confirmed
Definitions and Meaning of confirmed in English
confirmed (s)
of persons; not subject to change
confirmed (a)
having been established or made firm or received the rite of confirmation
FAQs About the word confirmed
επιβεβαιωμένο
of persons; not subject to change, having been established or made firm or received the rite of confirmation
χρόνιος,επίμονος,σειρά,εθισμένος,γεννημένος,έμφυτος,Βαμμένος στο μαλλί,συνήθης,αμετανόητος,φυσικός
διαλείπουσα,περιστασιακός,ασυνήθιστος,αχρησιμοποίητος
confirmatory => Επιβεβαιωτικός, confirmative => Επιβεβαιωτικός, confirmation hearing => ακροαματική διαδικασία κύρωσης, confirmation => επιβεβαίωση, confirmable => επιβεβαιώσιμο,