Greek Meaning of unaccustomed

ασυνήθιστος

Other Greek words related to ασυνήθιστος

Definitions and Meaning of unaccustomed in English

Wordnet

unaccustomed (s)

unusual or unfamiliar

Webster

unaccustomed (a.)

Not used; not habituated; unfamiliar; unused; -- which to.

Not usual; uncommon; strange; new.

FAQs About the word unaccustomed

ασυνήθιστος

unusual or unfamiliarNot used; not habituated; unfamiliar; unused; -- which to., Not usual; uncommon; strange; new.

αχρησιμοποίητος,μη εγκλιματισμένος,μη προσαρμοσμένο,μη προσαρμοσμένο,άνοστος

συνηθισμένος,προσαρμοσμένος,προσαρμοσμένο,χρησιμοποιημένο,εγκλιματισμένος,συνήθης,ανεπηρέαστος,ανεπηρέαστος

unaccurateness => Ανακρίβεια, unaccurate => ανακριβής, unaccredited => μη διαπιστευμένος, unaccountably => ανεξήγητα, unaccountable => ανεύθυνος,