FAQs About the word unadjusted

μη προσαρμοσμένο

not altered to fit certain requirements, not having adapted to new conditions

αχρησιμοποίητος,μη εγκλιματισμένος,ασυνήθιστος,μη προσαρμοσμένο,άνοστος

προσαρμοσμένος,προσαρμοσμένο,χρησιμοποιημένο,συνηθισμένος,ανεπηρέαστος,εγκλιματισμένος,συνήθης,ανεπηρέαστος

unadjustable => μη ρυθμιζόμενος, unaddressed => Μη διευθετημένο, unaddicted => χωρίς εθισμό, unadapted => μη προσαρμοσμένο, unadaptable => Δυσπροσαρμόστος,