Greek Meaning of unadjusted
μη προσαρμοσμένο
Other Greek words related to μη προσαρμοσμένο
Nearest Words of unadjusted
Definitions and Meaning of unadjusted in English
unadjusted (a)
not altered to fit certain requirements
unadjusted (s)
not having adapted to new conditions
FAQs About the word unadjusted
μη προσαρμοσμένο
not altered to fit certain requirements, not having adapted to new conditions
αχρησιμοποίητος,μη εγκλιματισμένος,ασυνήθιστος,μη προσαρμοσμένο,άνοστος
προσαρμοσμένος,προσαρμοσμένο,χρησιμοποιημένο,συνηθισμένος,ανεπηρέαστος,εγκλιματισμένος,συνήθης,ανεπηρέαστος
unadjustable => μη ρυθμιζόμενος, unaddressed => Μη διευθετημένο, unaddicted => χωρίς εθισμό, unadapted => μη προσαρμοσμένο, unadaptable => Δυσπροσαρμόστος,