Greek Meaning of unadorned
άκοσμος
Other Greek words related to άκοσμος
- Γυμνός
- απλός
- απλός
- φαλακρός
- Καθαρός
- ειλικρινής
- ήσυχος
- συγκρατημένος
- σπαρτιατικός
- γυμνός
- Ανέγγιχτο
- αγενής
- απαράμυθος
- ακατέργαστος
- Βανίλια
- αντισηπτικό
- αυστηρός
- άχαρος
- συντηρητικός
- εκχωρήθηκε
- γήινος
- Στοιχειώδης
- ειλικρινής
- οικιακός
- διακριτικός
- μινιμαλιστής
- σεμνός
- αглуτισμένος
- φυσικός
- σοβαρός
- νηφάλιος
- σκληρός
- ήρεμος
- υποτονικός
- Διακριτικός
- ανεπιτήδευτος
- Αγέλαστος
- ήρεμος (κάτω)
- στολισμένος
- διακοσμημένος
- διακοσμημένο
- φανταχτερός
- εντυπωσιακός
- χτυπητός
- φανταχτερός
- φανταχτερός
- δυνατός
- διακοσμημένο
- επιδεικτικός
- επιδεικτικός
- καλοντυμένος
- σικ
- φανταχτερός
- λαμπερό
- μπαρόκ
- περίτεχνος
- υπερβολικός
- εξωφρενικός
- ανθηρός
- Λαμπερός
- φρικτός
- περίτεχνος
- υπερβολικός
- Ροκοκό
- πιτσιλίσματος
- κομμένος
- παρατεταγμένοι
- στολισμένος
- ντυμένος
- κεντημένος
- γαρνιρισμένο
- υπερβολικός
- Στολισμένος
- καλυμμένος
- Υπερβολικά διακοσμημένο
Nearest Words of unadorned
- unadoptable => υιοθεσία
- unadmittable => μη αποδεκτός
- unadmissible => απαράδεκτος
- unadjusted => μη προσαρμοσμένο
- unadjustable => μη ρυθμιζόμενος
- unaddressed => Μη διευθετημένο
- unaddicted => χωρίς εθισμό
- unadapted => μη προσαρμοσμένο
- unadaptable => Δυσπροσαρμόστος
- unadaptability => δυσπροσαρμοστικότητα
Definitions and Meaning of unadorned in English
unadorned (a)
not decorated with something to increase its beauty or distinction
FAQs About the word unadorned
άκοσμος
not decorated with something to increase its beauty or distinction
Γυμνός,απλός,απλός,φαλακρός,Καθαρός,ειλικρινής,ήσυχος,συγκρατημένος,σπαρτιατικός,γυμνός
στολισμένος,διακοσμημένος,διακοσμημένο,φανταχτερός,εντυπωσιακός,χτυπητός,φανταχτερός,φανταχτερός,δυνατός,διακοσμημένο
unadoptable => υιοθεσία, unadmittable => μη αποδεκτός, unadmissible => απαράδεκτος, unadjusted => μη προσαρμοσμένο, unadjustable => μη ρυθμιζόμενος,