Greek Meaning of rococo
Ροκοκό
Other Greek words related to Ροκοκό
- αραβουργία
- μπαρόκ
- περίτεχνος
- διακοσμημένος
- περίτεχνος
- εξωφρενικός
- ακραίο
- εντυπωσιακός
- χτυπητός
- ανθηρός
- φρου φρου
- επιλεκτικός
- φανταχτερός
- φανταχτερός
- επιχρυσωμένο
- Μελόψωμο
- δυνατός
- διακοσμημένο
- επιδεικτικός
- υπερβολικός
- επιτηδευμένος
- επιδεικτικός
- Θεαματικός
- καλοντυμένος
- σικ
- φανταχτερός
- Στολισμένος
- σαν μελόψωμο
- λαμπερό
- Υπερβολικά διακοσμημένο
- στολισμένος
- παρατεταγμένοι
- ομορφωμένο
- λαδωμένος
- στολισμένος
- στολισμένος με κοσμήματα
- στολισμένος με κοσμήματα
- ντυμένος
- ντυμένος
- διακοσμημένο
- ανάγλυφο
- κεντημένος
- βελτιωμένο
- εμπλουτισμένο
- ανθισμένος
- Φραγκοί
- στεφανωμένος
- γαρνιρισμένο
- επιχρυσωμένος
- ενισχυμένο
- εντατικοποιημένος
- δεμένο
- δαντελένιος
- με παγιέτες
- πιτσιλίσματος
- κομμένος
- στεφανωμένος
- τζιντζερόψωμο
- με παγιέτες
Nearest Words of rococo
- rocoa => rocoa
- rocky-mountain maple => Φιλύρα των Βραχωδών Ορέων
- rocky mountains cherry => Κερασιά των βράχων
- rocky mountains => Βραχώδη Όρη
- rocky mountain whitefish => Καθαρόψαρο του βουνού Rocky
- rocky mountain spotted fever => Βραχώδες βουνό κηλιδωτός πυρετός
- rocky mountain sheep => Βραχώδες πρόβατο των βουνών
- rocky mountain pinon => Πεύκο των Βραχωδών Ορέων
- rocky mountain national park => Εθνικό Πάρκο Βραχωδών Ορέων
- rocky mountain jay => Καρακάξα των Βραχωδών Ορέων
Definitions and Meaning of rococo in English
rococo (n)
fanciful but graceful asymmetric ornamentation in art and architecture that originated in France in the 18th century
rococo (s)
having excessive asymmetrical ornamentation
rococo (n.)
A florid style of ornamentation which prevailed in Europe in the latter part of the eighteenth century.
rococo (a.)
Of or pertaining to the style called rococo; like rococo; florid; fantastic.
FAQs About the word rococo
Ροκοκό
fanciful but graceful asymmetric ornamentation in art and architecture that originated in France in the 18th century, having excessive asymmetrical ornamentatio
αραβουργία,μπαρόκ ,περίτεχνος,διακοσμημένος,περίτεχνος,εξωφρενικός,ακραίο,εντυπωσιακός,χτυπητός,ανθηρός
αυστηρός,Γυμνός,απλός,σοβαρός,σκληρός,άκοσμος,συντηρητικός,εκτεθειμένο,σεμνός,συγκρατημένος
rocoa => rocoa, rocky-mountain maple => Φιλύρα των Βραχωδών Ορέων, rocky mountains cherry => Κερασιά των βράχων, rocky mountains => Βραχώδη Όρη, rocky mountain whitefish => Καθαρόψαρο του βουνού Rocky,