Greek Meaning of arabesque
αραβουργία
Other Greek words related to αραβουργία
- μπαρόκ
- Μελόψωμο
- περίτεχνος
- Ροκοκό
- επιδεικτικός
- διακοσμημένος
- περίτεχνος
- διακοσμημένο
- εξωφρενικός
- εντυπωσιακός
- χτυπητός
- ανθηρός
- επιλεκτικός
- φανταχτερός
- φανταχτερός
- επιχρυσωμένο
- δαντελένιος
- δυνατός
- διακοσμημένο
- επιδεικτικός
- υπερβολικός
- επιτηδευμένος
- Θεαματικός
- πιτσιλίσματος
- καλοντυμένος
- σικ
- φανταχτερός
- κομμένος
- Στολισμένος
- τζιντζερόψωμο
- σαν μελόψωμο
- λαμπερό
- Υπερβολικά διακοσμημένο
- στολισμένος
- παρατεταγμένοι
- ομορφωμένο
- λαδωμένος
- στολισμένος
- στολισμένος με κοσμήματα
- στολισμένος με κοσμήματα
- κυνηγημένος
- ντυμένος
- ντυμένος
- ανάγλυφο
- κεντημένος
- βελτιωμένο
- εμπλουτισμένο
- ακραίο
- φρου φρου
- ανθισμένος
- φρου φρου
- Φραγκοί
- στεφανωμένος
- γαρνιρισμένο
- επιχρυσωμένος
- ενισχυμένο
- εντατικοποιημένος
- δεμένο
- με παγιέτες
- στεφανωμένος
- με παγιέτες
Nearest Words of arabesque
- arab-berbers => οι αραβικοί-βερβερικοί λαοί
- araba => Αμάξι
- arab revolutionary brigades => Αραβικές Επαναστατικές Ταξιαρχίες
- arab republic of egypt => Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου
- arab league => Αραβικός Σύνδεσμος
- arab chief => Άραβας αρχηγός
- arab => αραβικός
- ara => άρα
- ar rimsal => Ανάχωμα
- ar => α
- arabesqued => αραβουρλισμένος
- arabia => Αραβία
- arabian => αραβικός
- arabian camel => αραβική καμήλα
- arabian coffee => αραβικός καφές
- arabian desert => Αραβική έρημος
- arabian gulf => Περσικός Κόλπος
- arabian jasmine => Αραβικό γιασεμί
- arabian nights => Χίλιες και μία νύχτες
- arabian nights' entertainment => Χίλιες και μία νύχτες
Definitions and Meaning of arabesque in English
arabesque (n)
position in which the dancer has one leg raised behind and arms outstretched in a conventional pose
an ornament that interlaces simulated foliage in an intricate design
arabesque (n.)
A style of ornamentation either painted, inlaid, or carved in low relief. It consists of a pattern in which plants, fruits, foliage, etc., as well as figures of men and animals, real or imaginary, are fantastically interlaced or put together.
arabesque (a.)
Arabian.
Relating to, or exhibiting, the style of ornament called arabesque; as, arabesque frescoes.
FAQs About the word arabesque
αραβουργία
position in which the dancer has one leg raised behind and arms outstretched in a conventional pose, an ornament that interlaces simulated foliage in an intrica
μπαρόκ ,Μελόψωμο,περίτεχνος,Ροκοκό,επιδεικτικός,διακοσμημένος,περίτεχνος,διακοσμημένο,εξωφρενικός,εντυπωσιακός
αυστηρός,απλός,σοβαρός,απλός,σκληρός,άκοσμος,Γυμνός,συντηρητικός,εκτεθειμένο,σεμνός
arab-berbers => οι αραβικοί-βερβερικοί λαοί, araba => Αμάξι, arab revolutionary brigades => Αραβικές Επαναστατικές Ταξιαρχίες, arab republic of egypt => Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου, arab league => Αραβικός Σύνδεσμος,