Greek Meaning of splashy

πιτσιλίσματος

Other Greek words related to πιτσιλίσματος

Definitions and Meaning of splashy in English

Wordnet

splashy (a)

characterized by water flying about haphazardly

Wordnet

splashy (s)

marked by ostentation but often tasteless

covered with patches of bright color

FAQs About the word splashy

πιτσιλίσματος

characterized by water flying about haphazardly, marked by ostentation but often tasteless, covered with patches of bright color

επιτακτικός,δραματικός,εντυπωσιακός,σημαδεμένος,αισθητός,εξέχων,αξιοσημείωτος,εντυπωσιακός,συναρπαστικός,έντονος

Αδύναμος,κρυμμένος,διακριτικός,ασαφής,λεπτός,απαρατήρητος,Διακριτικός,ασήμαντος,κρυμμένο,συντηρητικός

splashing => πιτσίλισμα, splashiness => πιτσίλισμα, splash-guard => Αντηρίδα, splasher => ελαφρά βροχή, splashed => πιτσιλισμένος,