FAQs About the word splashing

πιτσίλισμα

the act of splashing a (liquid) substance on a surface, the act of scattering water about haphazardly

αριστοκρατικός,απρόσεκτος,τσίμπημα,πιτσίλισμα,ψεκασμός,ράντισμα,Πλύσιμο,μερική συμμετοχή,λίπανση,χτυπώντας

χύσιμο,κυλιόμενο,τρέξιμο,ροή

splashiness => πιτσίλισμα, splash-guard => Αντηρίδα, splasher => ελαφρά βροχή, splashed => πιτσιλισμένος, splashdown => προσводάτωση,