Greek Meaning of slopping
απρόσεκτος
Other Greek words related to απρόσεκτος
Nearest Words of slopping
Definitions and Meaning of slopping in English
slopping (p. pr. & vb. n.)
of Slop
FAQs About the word slopping
απρόσεκτος
of Slop
τσίμπημα,πιτσίλισμα,αριστοκρατικός,πιτσίλισμα,ψεκασμός,ράντισμα,χτυπώντας,μερική συμμετοχή,λίπανση,πιτσίλισμα
συγκομιδή,Τσιμπολόγημα,ραμφίζω
sloppiness => αμέλεια, sloppily => πρόχειρα, slopped => Τραχύς, slopingly => Κατηφορικά, sloping trough => Κλινωμένη γούρνα ,