FAQs About the word slopping

απρόσεκτος

of Slop

τσίμπημα,πιτσίλισμα,αριστοκρατικός,πιτσίλισμα,ψεκασμός,ράντισμα,χτυπώντας,μερική συμμετοχή,λίπανση,πιτσίλισμα

συγκομιδή,Τσιμπολόγημα,ραμφίζω

sloppiness => αμέλεια, sloppily => πρόχειρα, slopped => Τραχύς, slopingly => Κατηφορικά, sloping trough => Κλινωμένη γούρνα ,