Greek Meaning of pecking
ραμφίζω
Other Greek words related to ραμφίζω
Nearest Words of pecking
Definitions and Meaning of pecking in English
pecking (p. pr. & vb. n.)
of Peck
FAQs About the word pecking
ραμφίζω
of Peck
Τσιμπολόγημα,βόσκηση,συγκομιδή,σνακ,Τρώγοντας,γευσιγνωσία
αδηφαγία,Υπερφαγία,μεθυσμένος,λαίμαργος,Γέμισμα
peckerwood => δρυοκολάπτης, pecker => Τρυποκάρυδος, pecked => ραμφισμένος, peck at => ραμφίζω, τσιμπάω, peck => ράμφισμα,