FAQs About the word pecking

ραμφίζω

of Peck

Τσιμπολόγημα,βόσκηση,συγκομιδή,σνακ,Τρώγοντας,γευσιγνωσία

αδηφαγία,Υπερφαγία,μεθυσμένος,λαίμαργος,Γέμισμα

peckerwood => δρυοκολάπτης, pecker => Τρυποκάρυδος, pecked => ραμφισμένος, peck at => ραμφίζω, τσιμπάω, peck => ράμφισμα,