FAQs About the word pecking order

ιεραρχία

the organization of people at different ranks in an administrative body

τροφική αλυσίδα,ιεραρχία,κατάταξη,διάθεση,διανομή,αποφοίτηση,σκάλα,επίπεδο,κλίμακα,ακολουθία

No antonyms found.

pecking => ραμφίζω, peckerwood => δρυοκολάπτης, pecker => Τρυποκάρυδος, pecked => ραμφισμένος, peck at => ραμφίζω, τσιμπάω,