Greek Meaning of disposition
διάθεση
Other Greek words related to διάθεση
- στάση
- ταμπεραμέντο
- ιδιοσυγκρασία
- δημητριακά
- καρδιά
- μυαλό
- φύση
- προοπτική
- προσωπικότητα
- πνεύμα
- γωνία
- πίστη
- Χαρακτήρας
- ζητωκραυγές
- πεποίθηση
- συναίσθημα
- έκφραση
- συναίσθημα
- πλαίσιο
- συνήθεια
- χιούμορ
- ταυτότητα
- κλίση
- ατομικότητα
- κρίση
- κρίση
- μακιγιάζ
- νοοτροπία
- λειτουργία
- έννοια
- γνώμη
- προοπτική
- πειθώ
- ανταπόκριση
- Ευαισθησία
- ευαισθησία
- ευαισθησία
- συναίσθημα
- ρύθμιση
- κλίση
- σκοπιά
- καταπόνηση
- τόνος
- φλέβα
- προβολή
- Σκοπιά
Nearest Words of disposition
Definitions and Meaning of disposition in English
disposition (n)
your usual mood
the act or means of getting rid of something
an attitude of mind especially one that favors one alternative over others
a natural or acquired habit or characteristic tendency in a person or thing
disposition (n.)
The act of disposing, arranging, ordering, regulating, or transferring; application; disposal; as, the disposition of a man's property by will.
The state or the manner of being disposed or arranged; distribution; arrangement; order; as, the disposition of the trees in an orchard; the disposition of the several parts of an edifice.
Tendency to any action or state resulting from natural constitution; nature; quality; as, a disposition in plants to grow in a direction upward; a disposition in bodies to putrefaction.
Conscious inclination; propension or propensity.
Natural or prevailing spirit, or temperament of mind, especially as shown in intercourse with one's fellow-men; temper of mind.
Mood; humor.
FAQs About the word disposition
διάθεση
your usual mood, the act or means of getting rid of something, an attitude of mind especially one that favors one alternative over others, a natural or acquired
στάση,ταμπεραμέντο,ιδιοσυγκρασία,δημητριακά,καρδιά,μυαλό,φύση,προοπτική,προσωπικότητα,πνεύμα
Αλλεργία,απέχθεια,Απόσπαση,δυσμένεια,απροθυμία,Αντιπάθεια,Αηδία,Αμεροληψία,αδιαφορία,Ο ουδετερότητα
disposited => διατεθειμένος, disposingly => με τρόπο διάθεσης, disposing => Διάθεση, disposement => διάθεση, disposedness => προδιάθεση,