FAQs About the word dispossessor

ο στερητής

One who dispossesses.

στερώ,εξώσεις,αποεπενδύω,απαλλοτριώνω,εκτοπίζω,Λωρίδα,παράρτημα,κατάλληλος,στερώ,επιτάσσειν

No antonyms found.

dispossession => στέρηση, dispossessing => στέρηση ιδιοκτησίας, dispossessed => αποστερημένος, dispossess => στερώ, dispositor => Κυβερνήτης,