Greek Meaning of dispositional

διαθεσιακός

Other Greek words related to διαθεσιακός

Definitions and Meaning of dispositional in English

Webster

dispositional (a.)

Pertaining to disposition.

FAQs About the word dispositional

διαθεσιακός

Pertaining to disposition.

στάση,ταμπεραμέντο,ιδιοσυγκρασία,δημητριακά,καρδιά,μυαλό,φύση,προοπτική,προσωπικότητα,πνεύμα

Αλλεργία,απέχθεια,Απόσπαση,δυσμένεια,απροθυμία,Αντιπάθεια,Αηδία,Αμεροληψία,αδιαφορία,Ο ουδετερότητα

disposition => διάθεση, disposited => διατεθειμένος, disposingly => με τρόπο διάθεσης, disposing => Διάθεση, disposement => διάθεση,