Greek Meaning of standpoint
σκοπιά
Other Greek words related to σκοπιά
Nearest Words of standpoint
- standstill => στασιμότητα
- stand-up => Stand-up comedy
- standup comedian => Κωμικός σταντ-απ
- stanford => Στάνφορντ
- stanford university => Πανεπιστήμιο Στάνφορντ
- stanford white => Στάνφορντ Γουάιτ
- stanford-binet test => Δοκιμή Στάνφορντ-Μπινέ
- stanhope => στανχόουπ
- stanhopea => Stanhopea
- stanislavsky => Στανισλάφσκι
Definitions and Meaning of standpoint in English
standpoint (n)
a mental position from which things are viewed
FAQs About the word standpoint
σκοπιά
a mental position from which things are viewed
προοπτική,προοπτική,Σκοπιά,γωνία,γνώμη,σκοπιά,Παπούτσια,θέση παρατήρησης,προβολή,πίστη
No antonyms found.
standpipe => πυροσβεστική βρύση, standpat => μένω σταθερός, standoffishness => αποστασιοποίηση, standoffishly => απόμακρα, standoffish => απόμακρος-η-ο,