Greek Meaning of standpat
μένω σταθερός
Other Greek words related to μένω σταθερός
- συντηρητικός
- πιστός
- ορθόδοξος
- αντιδραστικός
- παραδοσιακό
- Κουμπωμένος
- συμβατικός
- αφοσιωμένος
- Σκληροτράχηλος
- πιστός
- Ακίνητος
- παλιομοδίτικος
- παλαιός
- αμετάβλητος
- σταθερός
- παραδοσιακός
- Υπερσυντηρητικός
- μη προοδευτικό
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- Συντηρητικότερος των συντηρητικών
- θεσμικός
- Παλαιοσυντηρητικός
- Φουσκωμένος
- με ορείχαλκο
- κουμπωτό
- παλιομοδίτικος
- ομιχλώδης
- κουραστικός
- νεοσυντηρητικός
- Οστεοποιημένος
- δεξιά
- Δεξιά
- σετ
- Τετράγωνο
- Αδιάβροχο
- σταθερός
- βαρετός
- Τόρι
- πιστός
- αντιφιλελεύθερος
- Αντιμοντέρνος
- αντιπροοδευτικό
- ξεπερασμένος
- ξεπερασμένος
- Ακροδεξιά
- Άκρα δεξιά
- Μεγάλο πνεύμα
- εξτρεμιστής
- φιλελεύθερος
- μη παραδοσιακός
- ανοιχτόμυαλος
- προοδευτικός
- ριζοσπαστικός
- επαναστατικός
- μη συμβατικό
- ανορθόδοξος
- μη συντηρητικός
- μη συμβατικός
- προηγμένος
- Σύγχρονο
- Ευρύχωρος
- μοντέρνος
- nonkonformistas
- Αντι-κατεστημένο
- ανορθόδοξος
- αριστερόχειρας
- αντισυμβατικός
- αντιπαραδοσιακός
- Ακροαριστερό
- Ακροαριστερός
Nearest Words of standpat
- standoffishness => αποστασιοποίηση
- standoffishly => απόμακρα
- standoffish => απόμακρος-η-ο
- standoff => αδιέξοδο
- standish => Στάντις
- standing stone => Όρθια πέτρα
- standing room => Όρθιοι θέσεις
- standing rib roast => πλευρές που ψήνονται όρθιες
- standing press => Πάτημα ώμων
- standing ovation => Όρθια επευφημία
- standpipe => πυροσβεστική βρύση
- standpoint => σκοπιά
- standstill => στασιμότητα
- stand-up => Stand-up comedy
- standup comedian => Κωμικός σταντ-απ
- stanford => Στάνφορντ
- stanford university => Πανεπιστήμιο Στάνφορντ
- stanford white => Στάνφορντ Γουάιτ
- stanford-binet test => Δοκιμή Στάνφορντ-Μπινέ
- stanhope => στανχόουπ
Definitions and Meaning of standpat in English
standpat (s)
old-fashioned and out of date
FAQs About the word standpat
μένω σταθερός
old-fashioned and out of date
συντηρητικός,πιστός,ορθόδοξος,αντιδραστικός,παραδοσιακό,Κουμπωμένος,συμβατικός,αφοσιωμένος,Σκληροτράχηλος,πιστός
Μεγάλο πνεύμα,εξτρεμιστής,φιλελεύθερος,μη παραδοσιακός,ανοιχτόμυαλος,προοδευτικός,ριζοσπαστικός,επαναστατικός,μη συμβατικό,ανορθόδοξος
standoffishness => αποστασιοποίηση, standoffishly => απόμακρα, standoffish => απόμακρος-η-ο, standoff => αδιέξοδο, standish => Στάντις,