Greek Meaning of traditionalistic
παραδοσιακός
Other Greek words related to παραδοσιακός
- συντηρητικός
- ορθόδοξος
- παραδοσιακό
- Κουμπωμένος
- συμβατικός
- αφοσιωμένος
- Σκληροτράχηλος
- πιστός
- Ακίνητος
- πιστός
- παλιομοδίτικος
- παλαιός
- αντιδραστικός
- μένω σταθερός
- αμετάβλητος
- σταθερός
- Υπερσυντηρητικός
- μη προοδευτικό
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- Συντηρητικότερος των συντηρητικών
- θεσμικός
- Παλαιοσυντηρητικός
- Φουσκωμένος
- με ορείχαλκο
- κουμπωτό
- παλιομοδίτικος
- ομιχλώδης
- κουραστικός
- νεοσυντηρητικός
- Οστεοποιημένος
- δεξιά
- Δεξιά
- σετ
- Τετράγωνο
- Αδιάβροχο
- σταθερός
- βαρετός
- Τόρι
- πιστός
- αντιφιλελεύθερος
- Αντιμοντέρνος
- αντιπροοδευτικό
- αντιεπαναστατικός
- ξεπερασμένος
- ξεπερασμένος
- Ακροδεξιά
- Άκρα δεξιά
- Μεγάλο πνεύμα
- εξτρεμιστής
- φιλελεύθερος
- μοντέρνος
- μη παραδοσιακός
- ανοιχτόμυαλος
- προοδευτικός
- ριζοσπαστικός
- επαναστατικός
- μη συμβατικό
- ανορθόδοξος
- μη συντηρητικός
- μη συμβατικός
- προηγμένος
- Σύγχρονο
- Ευρύχωρος
- nonkonformistas
- αντισυμβατικός
- Αντι-κατεστημένο
- αντιπαραδοσιακός
- ανορθόδοξος
- αριστερόχειρας
- Ακροαριστερό
Nearest Words of traditionalistic
- traditionalist => παραδοσιακός
- traditionalism => Παραδοσιακότητα
- traditional knowledge => παραδοσιακή γνώση
- traditional => παραδοσιακό
- tradition => παράδοση
- trading stamp => Σφραγίδα συναλλαγής
- trading post => εμπορικό κέντρο
- trading operations => Συναλλαγές
- trading floor => Αίθουσα διαπραγμάτευσης
- trading card => Συλλεκτική κάρτα
Definitions and Meaning of traditionalistic in English
traditionalistic (s)
adhering to tradition especially in cultural or religious practices
FAQs About the word traditionalistic
παραδοσιακός
adhering to tradition especially in cultural or religious practices
συντηρητικός,ορθόδοξος,παραδοσιακό,Κουμπωμένος,συμβατικός,αφοσιωμένος,Σκληροτράχηλος,πιστός,Ακίνητος,πιστός
Μεγάλο πνεύμα,εξτρεμιστής,φιλελεύθερος,μοντέρνος,μη παραδοσιακός,ανοιχτόμυαλος,προοδευτικός,ριζοσπαστικός,επαναστατικός,μη συμβατικό
traditionalist => παραδοσιακός, traditionalism => Παραδοσιακότητα, traditional knowledge => παραδοσιακή γνώση, traditional => παραδοσιακό, tradition => παράδοση,