Greek Meaning of trading card
Συλλεκτική κάρτα
Other Greek words related to Συλλεκτική κάρτα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of trading card
- trading floor => Αίθουσα διαπραγμάτευσης
- trading operations => Συναλλαγές
- trading post => εμπορικό κέντρο
- trading stamp => Σφραγίδα συναλλαγής
- tradition => παράδοση
- traditional => παραδοσιακό
- traditional knowledge => παραδοσιακή γνώση
- traditionalism => Παραδοσιακότητα
- traditionalist => παραδοσιακός
- traditionalistic => παραδοσιακός
Definitions and Meaning of trading card in English
trading card (n)
a card with a picture on it; collected and traded by children
FAQs About the word trading card
Συλλεκτική κάρτα
a card with a picture on it; collected and traded by children
No synonyms found.
No antonyms found.
trading => Συναλλαγές, trade-unionist => συνδικαλιστής, tradeswomen => εργαζόμενες, tradeswoman => γυναίκα τεχνίτης, trades-unionist => συνδικαλιστής,