Greek Meaning of traditionalism

Παραδοσιακότητα

Other Greek words related to Παραδοσιακότητα

Definitions and Meaning of traditionalism in English

Wordnet

traditionalism (n)

strict adherence to traditional methods or teachings

adherence to tradition (especially in cultural or religious matters)

the doctrine that all knowledge was originally derived by divine revelation and that it is transmitted by traditions

FAQs About the word traditionalism

Παραδοσιακότητα

strict adherence to traditional methods or teachings, adherence to tradition (especially in cultural or religious matters), the doctrine that all knowledge was

συντηρητισμός,Συντηρητισμός,Αντίδραση,υπερσυντηρητισμός,φανατισμός,συμβατισμός,συμβατικότητα,σκληρότητα,Συντηρητισμός,συντηρητισμός

Φιλελευθερισμός,προοδευτικότητα,ανεκτικότητα,Ακρότητα,φιλελευθερισμός,Νεοφιλελευθερισμός,Ανοιχτό μυαλό,ριζοσπαστισμός,Αντικομφορμισμός,Ασυμβατότητα

traditional knowledge => παραδοσιακή γνώση, traditional => παραδοσιακό, tradition => παράδοση, trading stamp => Σφραγίδα συναλλαγής, trading post => εμπορικό κέντρο,