Greek Meaning of conservatism

συντηρητισμός

Other Greek words related to συντηρητισμός

Definitions and Meaning of conservatism in English

Wordnet

conservatism (n)

a political or theological orientation advocating the preservation of the best in society and opposing radical changes

FAQs About the word conservatism

συντηρητισμός

a political or theological orientation advocating the preservation of the best in society and opposing radical changes

Συντηρητισμός,Αντίδραση,Παραδοσιακότητα,υπερσυντηρητισμός,φανατισμός,συμβατισμός,σκληρότητα,Συντηρητισμός,συντηρητισμός,αντιφιλελευθερισμός

Φιλελευθερισμός,προοδευτικότητα,Ακρότητα,φιλελευθερισμός,Νεοφιλελευθερισμός,Ανοιχτό μυαλό,ριζοσπαστισμός,ανεκτικότητα,Αντικομφορμισμός,Ασυμβατότητα

conservationist => προστατευόμενος, conservation of parity => Συντήρηση της συμμετρίας, conservation of momentum => Νόμος διατήρησης της ορμής, conservation of matter => Νόμος διατήρησης της ύλης, conservation of mass => Διατήρηση της μάζας,