Greek Meaning of conservativist
συντηρητικός
Other Greek words related to συντηρητικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of conservativist
- conservativism => συντηρητισμός
- conservatively => συντηρητικά
- conservative party => Συντηρητικό Κόμμα
- conservative judaism => Συντηρητικός Ιουδαϊσμός
- conservative jew => Συντηρητικός Εβραίος
- conservative => συντηρητικός
- conservatism => συντηρητισμός
- conservationist => προστατευόμενος
- conservation of parity => Συντήρηση της συμμετρίας
- conservation of momentum => Νόμος διατήρησης της ορμής
Definitions and Meaning of conservativist in English
conservativist (n)
a person who is reluctant to accept changes and new ideas
FAQs About the word conservativist
συντηρητικός
a person who is reluctant to accept changes and new ideas
No synonyms found.
No antonyms found.
conservativism => συντηρητισμός, conservatively => συντηρητικά, conservative party => Συντηρητικό Κόμμα, conservative judaism => Συντηρητικός Ιουδαϊσμός, conservative jew => Συντηρητικός Εβραίος,