Greek Meaning of conventionalism

συμβατισμός

Other Greek words related to συμβατισμός

Definitions and Meaning of conventionalism in English

Wordnet

conventionalism (n)

orthodoxy as a consequence of being conventional

FAQs About the word conventionalism

συμβατισμός

orthodoxy as a consequence of being conventional

φανατισμός,συμβατικότητα,Συντηρητισμός,συντηρητισμός,συντηρητισμός,αντιφιλελευθερισμός,νεοσυντηρητισμός,Τορυϊσμός,Παραδοσιακότητα,Συντηρητισμός

Φιλελευθερισμός,προοδευτικότητα,ανεκτικότητα,Ακρότητα,φιλελευθερισμός,Νεοφιλελευθερισμός,Ασυμβατότητα,Ανοιχτό μυαλό,ριζοσπαστισμός,Αντικομφορμισμός

conventionalised => συμβατική, conventionalise => συμβατικοποιώ, conventional => συμβατικός, convention => σύμβαση, conventicle => Συνάθροιση,