Greek Meaning of convenient
κατάλληλος
Other Greek words related to κατάλληλος
Nearest Words of convenient
Definitions and Meaning of convenient in English
convenient (a)
suited to your comfort or purpose or needs
large and roomy (`convenient' is archaic in this sense)
FAQs About the word convenient
κατάλληλος
suited to your comfort or purpose or needs, large and roomy (`convenient' is archaic in this sense)
Προσβάσιμο,παρακείμενος,κοντά,κοντά,πρακτικός,Προσιτός,παραδώσω,όμορος,γειτονικός,προσιτός
μακρινό,μακριά,απρόσιτος,ενοχλητικός,απομακρυσμένος,Απρόσιτος,άθικτος,μακριά,αφαιρέθηκε,μη διαθέσιμο
conveniences => διευκολύνσεις, convenience store => Μίνι μάρκετ, convenience food => Εύκολο φαγητό, convenience => ευκολία, convener => υπεύθυνος,