Greek Meaning of reachable
Προσιτός
Other Greek words related to Προσιτός
Nearest Words of reachable
Definitions and Meaning of reachable in English
reachable (s)
easily approached
reachable (a.)
Being within reach.
FAQs About the word reachable
Προσιτός
easily approachedBeing within reach.
Προσβάσιμο,κατάλληλος,παρακείμενος,κοντά,κοντά,πρακτικός,όμορος,γειτονικός,προσιτός,εφικτός
μακρινό,μακριά,απρόσιτος,ενοχλητικός,απομακρυσμένος,Απρόσιτος,άθικτος,μακριά,αφαιρέθηκε,Απρόσιτος
reach out => επικοινωνώ, reach one's nostrils => φτάνω στα ρουθούνια, reach into => φ alcançar, reach => φτάνω, reaccuse => κατηγορώ ξανά,