Greek Meaning of inconvenient
ενοχλητικός
Other Greek words related to ενοχλητικός
Nearest Words of inconvenient
- inconveniency => ενόχληση
- inconvenience oneself => Να δημιουργήσετε δυσκολίες στον εαυτό σας
- inconvenience => Ενόχληση
- incontrovertibly => αναντίρρητα
- incontrovertibleness => αναντίρρητος
- incontrovertible => αδιαμφισβήτητο
- incontrovertibility => αναμφισβήτητο
- incontrollable => ανεξέλεγκτος
- incontinently => αμέσως
- incontinent => ακρατής
- inconveniently => δυσάρεστα
- inconversable => Απροσπέλαστος.
- inconversant => άσχετος
- inconverted => αμετανόητος
- inconvertibility => μη μετατρεψιμότητα
- inconvertible => μη μετατρέψιμος
- inconvertibleness => Αμετατρεψιμότητα
- inconvertibly => Μετατρέψιμη
- inconvincible => ανίκητο
- inconvincibly => πειστικά
Definitions and Meaning of inconvenient in English
inconvenient (a)
not suited to your comfort, purpose or needs
inconvenient (s)
not conveniently timed
inconvenient (a.)
Not becoming or suitable; unfit; inexpedient.
Not convenient; giving trouble, uneasiness, or annoyance; hindering progress or success; uncomfortable; disadvantageous; incommodious; inopportune; as, an inconvenient house, garment, arrangement, or time.
FAQs About the word inconvenient
ενοχλητικός
not suited to your comfort, purpose or needs, not conveniently timedNot becoming or suitable; unfit; inexpedient., Not convenient; giving trouble, uneasiness, o
ενοχλητικό,αμήχανος,ανησυχητικό,απογοητευτικός,ερεθιστικός,ενοχλητικός,ενοχλητικός,βαρύς,ενοχλητικός,αγενής
αποδεκτός,κατάλληλος,ευνοϊκός,ανεκτός,επιθυμητός,υποφερτός,καλός,χρήσιμος,ανεκτός,εξαιρετικά βολικός
inconveniency => ενόχληση, inconvenience oneself => Να δημιουργήσετε δυσκολίες στον εαυτό σας, inconvenience => Ενόχληση, incontrovertibly => αναντίρρητα, incontrovertibleness => αναντίρρητος,