Greek Meaning of galling

Ενοχλητικός

Other Greek words related to Ενοχλητικός

Definitions and Meaning of galling in English

Wordnet

galling (s)

causing irritation or annoyance

Webster

galling (p. pr. & vb. n.)

of Gall

Webster

galling (a.)

Fitted to gall or chafe; vexing; harassing; irritating.

FAQs About the word galling

Ενοχλητικός

causing irritation or annoyanceof Gall, Fitted to gall or chafe; vexing; harassing; irritating.

ενοχλητικό,ανησυχητικό,απογοητευτικός,ερεθιστικός,λειαντικό,επιδεινούμενος,ενοχλητικός,Τρίψιμο,εκνευριστικός,ενοχλητικός

απολαυστικό,ευχάριστος

gallinago media => Σκύλος χλωρίδας, gallinago gallinago delicata => γαλιάντρας, gallinago gallinago => Σκολοπάκι, gallinago => μπεκάτσα, gallinae => ορνιθόμορφες,