Greek Meaning of abrasive

λειαντικό

Other Greek words related to λειαντικό

Definitions and Meaning of abrasive in English

Wordnet

abrasive (n)

a substance that abrades or wears down

Wordnet

abrasive (s)

causing abrasion

sharply disagreeable; rigorous

Webster

abrasive (a.)

Producing abrasion.

FAQs About the word abrasive

λειαντικό

a substance that abrades or wears down, causing abrasion, sharply disagreeable; rigorousProducing abrasion.

ενοχλητικό,ανησυχητικό,απογοητευτικός,ερεθιστικός,επιδεινούμενος,ενοχλητικός,αποσπούν την προσοχή,εκνευριστικός,Ενοχλητικός,ενοχλητικός

απολαυστικό,ευχάριστος

abrasion => εκδορά, abrase => Απόξεση, abranchious => αβράγχια, abranchiate => Αβράγχια, abranchiata => Ἀβράγχιατα,