Greek Meaning of infuriating
εξοργιστικός
Other Greek words related to εξοργιστικός
- επιδεινούμενος
- θυμωμένος
- ενοχλητικό
- ενοχλητικός
- βαρύς
- δυσάρεστος
- δυσάρεστος
- ανησυχητικός
- οδυνηρός
- Εξαγριωτικό
- εκνευριστικός
- απογοητευτικός
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- ερεθιστικός
- τρελός
- προσβλητικό
- ενοχλητικός
- αναστατωτικός
- ενοχλητικός
- λειαντικό
- θρασύς
- άτακτος
- ανησυχητικό
- Ενοχλητικός
- παρενοχλώ
- σκανταλιάρης
- ενοχλητικός
- οδυνηρός
- ενοχλητικός
- βλαβερός
- λοιμικός
- αγχωτικό
- κουραστικός
- ανησυχητικό
- Προσπαθώντας
- ενοχλητικός
- ανησυχητικός
- ενοχλητικός
- δάγκωμα
- ανησυχητικός
- Τρίψιμο
- αποσπούν την προσοχή
- σίτα
- ενοχλητικός
- κνίδωση
- λοιμώδης
- ενοχλητικός
- καταραμένος
- πίκρα
- απωθητικός
- εκνευριστικό
- ακανθώδης
- ακανθώδης
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
Nearest Words of infuriating
Definitions and Meaning of infuriating in English
infuriating (s)
extremely annoying or displeasing
infuriating (p. pr. & vb. n.)
of Infuriate
FAQs About the word infuriating
εξοργιστικός
extremely annoying or displeasingof Infuriate
επιδεινούμενος,θυμωμένος,ενοχλητικό,ενοχλητικός,βαρύς,δυσάρεστος,δυσάρεστος,ανησυχητικός,οδυνηρός,Εξαγριωτικό
απολαυστικό,ευχάριστος
infuriated => θυμωμένος, infuriate => εξοργίζω, infurcation => Διακλάδωση, infuneral => μοιρολογίστρια, infundibulums => χωνιά,