Greek Meaning of carking
ανησυχητικός
Other Greek words related to ανησυχητικός
- ενοχλητικό
- ανησυχητικό
- απογοητευτικός
- ερεθιστικός
- λειαντικό
- επιδεινούμενος
- ενοχλητικός
- Τρίψιμο
- αποσπούν την προσοχή
- εκνευριστικός
- Ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- τρελός
- ενοχλητικός
- κνίδωση
- οδυνηρός
- ενοχλητικός
- βλαβερός
- λοιμώδης
- λοιμικός
- ενοχλητικός
- καταραμένος
- πίκρα
- απωθητικός
- εκνευριστικό
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- θυμωμένος
- δάγκωμα
- θρασύς
- βαρύς
- δυσάρεστος
- δυσάρεστος
- ανησυχητικός
- οδυνηρός
- Εξαγριωτικό
- ενοχλητικός
- παρενοχλώ
- εξοργιστικός
- σκανταλιάρης
- προσβλητικό
- ακανθώδης
- αγχωτικό
- ακανθώδης
- κουραστικός
- ενοχλητικός
- ανησυχητικό
- Προσπαθώντας
- αναστατωτικός
- ανησυχητικός
- ενοχλητικός
Nearest Words of carking
- carl => Καρλ
- carl anderson => Καρλ Άντερσον
- carl august nielsen => Καρλ Άουγκουστ Νίλσεν
- carl clinton van doren => Καρλ Κλίντον Φαν Ντόρεν
- carl david anderson => Καρλ Ντέιβιντ Άντερσον
- carl gustaf mossander => Καρλ Γκούσταβ Μοσαντερ
- carl gustav jung => Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ
- carl jung => Καρλ Γιουνγκ
- carl lewis => Καρλ Λιούις
- carl maria von weber => Καρλ Μαρία φον Βέμπερ
Definitions and Meaning of carking in English
carking (a.)
Distressing; worrying; perplexing; corroding; as, carking cares.
FAQs About the word carking
ανησυχητικός
Distressing; worrying; perplexing; corroding; as, carking cares.
ενοχλητικό,ανησυχητικό,απογοητευτικός,ερεθιστικός,λειαντικό,επιδεινούμενος,ενοχλητικός,Τρίψιμο,αποσπούν την προσοχή,εκνευριστικός
απολαυστικό,ευχάριστος
carkanet => κολιέ, cark => Δεν υπάρχει, carjacking => Κλοπή αυτοκινήτου, carjack => αρπαγή αυτοκινήτου, carissa plum => Καρύσσα,