Greek Meaning of nettlesome

ενοχλητικός

Other Greek words related to ενοχλητικός

Definitions and Meaning of nettlesome in English

Wordnet

nettlesome (s)

causing irritation or annoyance

easily irritated or annoyed

FAQs About the word nettlesome

ενοχλητικός

causing irritation or annoyance, easily irritated or annoyed

ενοχλητικό,ανησυχητικό,απογοητευτικός,ερεθιστικός,λειαντικό,επιδεινούμενος,ενοχλητικός,αποσπούν την προσοχή,εκνευριστικός,Ενοχλητικός

απολαυστικό,ευχάριστος

nettles => Τσουκνίδα, nettler => τσουκνίδα, nettle-leaved goosefoot => Κνίδιο χόρτο, nettle-leaved bellflower => Κνίδια καμπανούλα, nettleleaf goosefoot => Κνιδόφυλλος κίνος,