Greek Meaning of disquieting
ανησυχητικός
Other Greek words related to ανησυχητικός
- ανησυχητικό
- τρομακτικό
- ανησυχητικό
- ανησυχητική
- δυσάρεστος
- ανησυχητικός
- οδυνηρός
- φρικτός
- γκρινιάρης
- βρώμικο
- ενοχλητικό
- τρομακτικός
- συγκλονιστικό
- φοβερός
- τρομακτικός
- ενοχλητικός
- ταραγμένος
- αναστατωτικός
- ανησυχητικός
- ανησυχητικός
- ανατριχιαστικός
- αποθαρρυντικός
- απογοητευτικός
- φρικτός
- φρικτός
- Αμήχανος
- αποσυνθετικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- φόβος
- φοβερός
- φοβισμένος
- φοβερός
- απαγορευτικό
- φοβερός
- τρομερός
- φρικτός
- φρικτό
- τρομακτικός
- φοβερός
- διωκτικός
Nearest Words of disquieting
Definitions and Meaning of disquieting in English
disquieting (s)
causing mental discomfort
disquieting (p. pr. & vb. n.)
of Disquiet
FAQs About the word disquieting
ανησυχητικός
causing mental discomfortof Disquiet
ανησυχητικό,τρομακτικό,ανησυχητικό,ανησυχητική,δυσάρεστος,ανησυχητικός,οδυνηρός,φρικτός,γκρινιάρης,βρώμικο
καθησυχαστικός,κατακάθιση,καταπραϋντικός,ελπιδοφόρος,ονειρικός,χαλαρωτικό,ηρεμιστικό,κατευναστικός,παρηγορητικός,ελκυστικό
disquietful => ανήσυχος, disquieter => ανησυχητικός, disquieted => ανήσυχος, disquietal => ανησυχία, disquiet => ανησυχία,