Greek Meaning of consoling
παρηγορητικός
Other Greek words related to παρηγορητικός
- ανησυχητικός
- απογοητευτικός
- φρικτός
- ανησυχητικός
- αποθαρρυντικός
- ανησυχητικός
- οδυνηρός
- ανησυχητικό
- φόβος
- φοβερός
- φοβισμένος
- φοβερός
- απαγορευτικό
- φοβερός
- τρομακτικό
- τρομερός
- φρικτός
- φρικτό
- φρικτός
- τρομακτικός
- τρομερός
- τρομακτικός
- συγκλονιστικό
- Εντυπωσιακός
- φοβερός
- τρομακτικός
- απειλητικός
- ανησυχητικό
- Προσπαθώντας
- ανησυχητικό
- αποθαρρυντικός
- φρικτός
- αποθαρρυντικός
- ανατριχιαστικό
- ανατριχιαστικός
- φοβερός
- ενοχλητικό
- περίεργος
- ανατριχιαστικός
- ανατριχιαστικός
- ανατριχιαστικό
- παγωμένος
Nearest Words of consoling
Definitions and Meaning of consoling in English
consoling (s)
affording comfort or solace
FAQs About the word consoling
παρηγορητικός
affording comfort or solace
ελπιδοφόρος,Παρηγοριά,διαβεβαίωση,Συμπόνια,Συμβουλευτική,συναίσθημα,καλοσύνη,Οίκτος,παρηγοριά,συμπάθεια
ανησυχητικός,απογοητευτικός,φρικτός,ανησυχητικός,αποθαρρυντικός,ανησυχητικός,οδυνηρός,ανησυχητικό,φόβος,φοβερός
consolidative => ενοποιητικός, consolidation => ενοποίηση, consolidated => ενοποιημένο, consolidate => ενοποίηση, consolida ambigua => δελφίνιο,