Greek Meaning of mercy
έλεος
Other Greek words related to έλεος
- Συμπόνια
- ενσυναίσθηση
- χάρις
- καλοσύνη
- επιείκεια
- έλεος
- συμπάθεια
- φιλανθρωπία
- ευσπλαχνία
- ανεκτικότητα
- γενναιοδωρία
- καλοσύνη
- επιείκεια
- επιείκεια
- αγάπη
- Οίκτος
- τέταρτο
- τρυφερότητα
- κατανόηση
- αγάπη
- Αλτρουϊσμός
- ευσπλαγχνία
- φροντίδα
- συμπαράσταση
- αφοσίωση
- χάρη
- ευγένεια
- καλή θέληση
- ανθρωπισμός
- ανθρωπισμός
- καλοσύνη
- μεγαλοψυχία
- πράοτης
- ηπιότητα
- ευγένεια
- ευγένεια
- φιλανθρωπία
- απαλότητα
- Λατρεία
- Βαρβαρότητα
- Ωμότητα
- Ωμότητα
- Πειθαρχία
- ανελέητος
- τιμωρία
- αντίποινα
- αντίποινα
- αντίποινα
- τιμωρία
- εκδίκηση
- αδυσώπητος
- σαδισμός
- αγριότητα
- Κακία
- εκδίκηση
- Φαρμάκι
- εκδικητικότητα
- λοιμογόνος
- Αποστροφή
- βδέλυγμα
- εχθρότητα
- ανταγωνισμός
- Αντιπάθεια
- Ακρότητα
- πικρία
- τιμωρία
- τιμωρία
- αποστροφή
- έχθρα
- κατάρα
- χολή
- Εχθρότητα
- ζηλοτυπία
- αηδία
- κακεντρέχεια
- κακία
- κακία
- κακοήθεια
- κακοήθεια
- κακία
- ανηλεής
- Μνησικακία
- Αγριότητα
- επίπληξη
- σπλήνας
- αγριότητα
- κακία
- βιτριόλι
- ασέλγεια
- Σκληροκαρδία
- ασπλαχνία
- Χολή
- κακία
- Αδρότητα
- μνησικακία
- σκληρότητα
- σκληρότητα
- κακία
- εκνευρίζω
- μνησικακία
- τραχύτητα
- κακία
- φθόνος
Nearest Words of mercy
- mercury-vapor lamp => Υδραργυρικός λαμπτήρας
- mercury-in-glass thermometer => Υδραργυρικό θερμόμετρο
- mercury-in-glass clinical thermometer => Υδραργυρικό θερμόμετρο σε γυαλί
- mercury-contaminated => επιμολυσμένο με υδράργυρο
- mercury thermometer => Θερμόμετρο υδραργύρου
- mercury program => Πρόγραμμα Ερμής
- mercury poisoning => υδραργυρισμός
- mercury fulminate => Υδράργυρος
- mercury chloride => Χλωριούχος υδράργυρος
- mercury cell => Υδραργυρικό κύτταρο
Definitions and Meaning of mercy in English
mercy (n)
leniency and compassion shown toward offenders by a person or agency charged with administering justice
a disposition to be kind and forgiving
the feeling that motivates compassion
something for which to be thankful
alleviation of distress; showing great kindness toward the distressed
mercy (n.)
Forbearance to inflict harm under circumstances of provocation, when one has the power to inflict it; compassionate treatment of an offender or adversary; clemency.
Compassionate treatment of the unfortunate and helpless; sometimes, favor, beneficence.
Disposition to exercise compassion or favor; pity; compassion; willingness to spare or to help.
A blessing regarded as a manifestation of compassion or favor.
FAQs About the word mercy
έλεος
leniency and compassion shown toward offenders by a person or agency charged with administering justice, a disposition to be kind and forgiving, the feeling tha
Συμπόνια,ενσυναίσθηση,χάρις,καλοσύνη,επιείκεια,έλεος,συμπάθεια,φιλανθρωπία,ευσπλαχνία,ανεκτικότητα
Βαρβαρότητα,Ωμότητα,Ωμότητα,Πειθαρχία,ανελέητος,τιμωρία,αντίποινα,αντίποινα,αντίποινα,τιμωρία
mercury-vapor lamp => Υδραργυρικός λαμπτήρας, mercury-in-glass thermometer => Υδραργυρικό θερμόμετρο, mercury-in-glass clinical thermometer => Υδραργυρικό θερμόμετρο σε γυαλί, mercury-contaminated => επιμολυσμένο με υδράργυρο, mercury thermometer => Θερμόμετρο υδραργύρου,