Greek Meaning of coarseness
Αδρότητα
Other Greek words related to Αδρότητα
- Ακαμψία
- βρωμιά
- βρωμιά
- μεικτό
- χυδαιότητα
- υπαινικτικότητα
- κακοποίηση
- Ακρότητα
- γαλάζιο
- εύρος
- αγένεια
- βρωμιά
- Αποστροφή
- βρωμιά
- βρωμιά
- ακαθαρσία
- ασέλγεια
- αναλήθεια
- ακολασία
- ασέλγεια
- ταπεινότητα
- κακία
- σκανταλιά
- προσβλητικότητα
- βλασφημία
- άσεμνος
- αισχρότητα
- αισχρότητα
- ασέλγεια
- χυδαιότητα
- διαφθορά
- Διαφθορά
- Γήινη ποιότητα
- παιχνιδιάρικο
- Αιδημοσύνη
- ακαθαρσία
- απρέπεια
- ατιμία
- αηδία
- προσβλητικότητα
- απεχθές
- διαστροφή
- Εκτροπή
- διαστροφή
- απωθητικότητα
- κατακριτέο
- απέχθεια
- απωθητικότητα
- Αλατότητα
- απαράδεκτοτητα
- απρέπεια
- ανεπιθυμία
- δυσάρεστο
- κακία
- ανανδρία
- κατσαρότητα
- διαστροφή
Nearest Words of coarseness
- coarse-textured => Χονδρό
- coarticulation => Συναρθρωτισμός
- co-assessor => συν-αξιολογητής
- coast => ακτή
- coast and geodetic survey => Υπηρεσία χαρτογράφησης ακτογραμμής και γεωδαισίας
- coast banksia => banksia της ακτής
- coast boykinia => Boykinia pantai
- coast lily => Λείρι της ακτής
- coast live oak => Δρυς η ζωντανή
- coast mountains => Παραθαλάσσια βουνά
Definitions and Meaning of coarseness in English
coarseness (n)
language or humor that is down-to-earth
the quality of being composed of relatively large particles
looseness or roughness in texture (as of cloth)
the quality of lacking taste and refinement
coarseness (n.)
The quality or state of being coarse; roughness; inelegance; vulgarity; grossness; as, coarseness of food, texture, manners, or language.
FAQs About the word coarseness
Αδρότητα
language or humor that is down-to-earth, the quality of being composed of relatively large particles, looseness or roughness in texture (as of cloth), the quali
Ακαμψία,βρωμιά,βρωμιά,μεικτό,χυδαιότητα,υπαινικτικότητα,κακοποίηση,Ακρότητα,γαλάζιο,εύρος
Καταλληλότητα,ορθότητα,ευπρέπεια,decorum,αυταρέσκεια,Φιλαρέσκεια,υποκρισία,ντροπαλότητα,πουριτανισμός,αξιοπρέπεια
coarsened => τραχύ, coarsen => Κοκκίνισμα, coarsely => χονδρικά, coarse-haired => τραχύτριχος, coarse-grained => χονδρόκοκκο,