Greek Meaning of decorousness
δεοντολογία
Other Greek words related to δεοντολογία
- Καταλληλότητα
- ορθότητα
- decorum
- Εθιμοτυπία
- Φυσική κατάσταση
- αναμαρτησία
- περιουσία
- αξιοπρέπεια
- αμεμψία
- ηθική
- Μεγαλοψυχία
- τιμή
- αδιαφθορά
- ηθική
- Ηθική
- δικαιοσύνη
- ευσυνειδησία
- σχολαστικότητα
- αρετή
- Ευθυκρισία
- Χαρακτήρας
- ευπρέπεια
- καλοσύνη
- ειλικρίνεια
- ακεραιότητα
- Ακεραιότητα
- ευθύτητα
- ορθότητα
- ευθύτητα
- Αρετή
Nearest Words of decorousness
Definitions and Meaning of decorousness in English
decorousness (n)
propriety in manners and conduct
FAQs About the word decorousness
δεοντολογία
propriety in manners and conduct
Καταλληλότητα,ορθότητα,decorum,Εθιμοτυπία,Φυσική κατάσταση,αναμαρτησία,περιουσία,αξιοπρέπεια,αμεμψία,ηθική
Κακία,αποικοδόμηση,κακός,Ανηθικότητα,Απρέπεια,αδικία,Αμαρτία,Κακία,κακία,καμπυλότητα
decorously => ευπρεπώς, decorous => ευπρεπής, decorement => διακόσμηση, decore => διακόσμηση, decorator => Διακοσμητής,