Greek Meaning of seemliness

αξιοπρέπεια

Other Greek words related to αξιοπρέπεια

Definitions and Meaning of seemliness in English

Wordnet

seemliness (n)

a sense of propriety and consideration for others

Webster

seemliness (n.)

The quality or state of being seemly: comeliness; propriety.

FAQs About the word seemliness

αξιοπρέπεια

a sense of propriety and consideration for othersThe quality or state of being seemly: comeliness; propriety.

εφαρμοστικότητα,καταλληλότητα,Καταλληλότητα,καταλληλότητα,ευδαιμονία,Φυσική κατάσταση,καταλληλότητα,ευτυχία,προσήκον,περιουσία

ακαταλληλότητα,ακαταλληλότητα,Ασυμβατότητα,ασυμφωνία,δυστυχία,Ακαταλληλότητα,απρεπές,ακαταλληλότητα,αδικία,δυσάρεστος

seemlily => με αιδώ / ευπρεπώς, seemless => απρόσκοπτος, seemingness => φαινομενικότητα, seemingly => φαινομενικά, seeming => φαινομενικά,