Greek Meaning of congruity

συμβατότητα

Other Greek words related to συμβατότητα

Definitions and Meaning of congruity in English

Wordnet

congruity (n)

the quality of agreeing; being suitable and appropriate

FAQs About the word congruity

συμβατότητα

the quality of agreeing; being suitable and appropriate

ομοιότητα,ομοιότητα,Κοινότητα,αλληλογραφία,παράλληλος,Ομοιότητα,αναλογία,κοινός παρονομαστής,ισοδύναμο,ίδιος

διαφορά,διαφορά,Ανομοιότητα,αλλαγή,παρέκκλιση,απόκλιση,ασυμφωνία,Τροποποίηση,παραλλαγή,ασυμφωνία

congruent => όμοιοσχήμοιος, congruence => συνάφεια, congridae => Συναγρίδες, congreve => Κονγκρήβ, congresswoman => μέλος του Κογκρέσου,