Greek Meaning of modification
Τροποποίηση
Other Greek words related to Τροποποίηση
- αλλοίωση
- αλλαγή
- διαφορά
- προσαρμογή
- τροποποίηση
- Επανασχεδιασμός
- ανακαίνιση
- αναθεωρώ
- αναθεώρηση
- αναθεώρηση
- μετατόπιση
- παραλλαγή
- Διόρθωση
- Παραμόρφωση
- μετατόπιση
- παραμόρφωση
- διακύμανση
- μεταμόρφωση
- Διαμόρφωση
- μετάλλαξη
- Ταλάντωση
- διόρθωση
- επανεκτέλεση
- επανασχεδιασμός
- Μεταρρύθμιση
- κανονισμός
- επαναδημιουργία
- αντικατάσταση
- ανανέωση
- κριτική
- υποκατάσταση
- Μεταμόρφωση
- Μεταμόρφωση
- Ρυθμίζω
Nearest Words of modification
- modificative => τροποποιητικό
- modificatory => τροποποιητικός
- modified => τροποποιημένο
- modified american plan => Τροποποιημένο αμερικανικό σχέδιο
- modified radical mastectomy => Τροποποιημένη ριζική μαστεκτομή
- modifier => τροποποιητής
- modifier gene => Γονίδιο τροποποιητή
- modify => Τροποποιώ
- modifying => Τροποποίηση
- modigliani => Μοντιλιάνι
Definitions and Meaning of modification in English
modification (n)
the act of making something different (as e.g. the size of a garment)
slightly modified copy; not an exact copy
the grammatical relation that exists when a word qualifies the meaning of the phrase
an event that occurs when something passes from one state or phase to another
modification (n.)
The act of modifying, or the state of being modified; a modified form or condition; state as modified; a change; as, the modification of an opinion, or of a machine; the various modifications of light.
FAQs About the word modification
Τροποποίηση
the act of making something different (as e.g. the size of a garment), slightly modified copy; not an exact copy, the grammatical relation that exists when a wo
αλλοίωση,αλλαγή,διαφορά,προσαρμογή,τροποποίηση,Επανασχεδιασμός,ανακαίνιση,αναθεωρώ,αναθεώρηση,αναθεώρηση
προσήλωση,σταθεροποίηση
modificate => Τροποποιώ, modificable => Τροποποιήσιμος, modifiable => τροποποιήσιμος, modifiability => δυνατότητα τροποποίησης, modicum => λίγο,