Greek Meaning of modified
τροποποιημένο
Other Greek words related to τροποποιημένο
- απεριόριστος
- αναρίθμητοι
- αδιάστατος
- ατελείωτος
- διευρυμένο
- επεκταθεί
- γενικός
- αμέτρητος
- αμετρήσιμος
- Αόριστος
- απροσδιόριστος
- ανεκτίμητος
- ανεξάντλητος
- άπειρος
- αναρίθμητα
- απεριόριστος
- απέραντος
- απεριόριστος
- Απροσδιόριστος
- αβυσσαλέος
- απεριόριστος
- αμέτρητος
- ανειδίκευτος
- ασαφής
- μεγάλος
- αβυσσαλέος
- ογκώδης
- ολοκληρωμένο
- σημαντικός
- άφθονος
- εκτεταμένος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- όμορφος
- γίγαντας
- μεγάλος
- μεγάλος
- ασαφής
- υπερμεγέθης
- υπερμεγέθης
- άφθονο
- σεβαστός
- αξιόλογος
- σημαντικός
- ουσιαστικός
- σούπερ
- Ανέκφραστος
- απέραντος
- ογκώδης
- ολόκληρος
- άφθονος
- Ευρύς
- προφυλακτήρας
- κοσμοπολίτης
- επικός
- εκτατικός
- παγκόσμιος
- καλό
- μεγαλοπρεπής
- βαρύς
- τεράστιος
- Περιεκτικός
- βασιλικό μέγεθος
- αρκετά μεγάλος
- σάρωση
- καθολικός
- κλιμακωθείς
- υπερμεγέθης
- υπερμεγέθης
- άφθονος
Nearest Words of modified
- modified american plan => Τροποποιημένο αμερικανικό σχέδιο
- modified radical mastectomy => Τροποποιημένη ριζική μαστεκτομή
- modifier => τροποποιητής
- modifier gene => Γονίδιο τροποποιητή
- modify => Τροποποιώ
- modifying => Τροποποίηση
- modigliani => Μοντιλιάνι
- modii => μóδιοι
- modillion => Μοδίλιο
- modiolar => κοχλιοειδείς
Definitions and Meaning of modified in English
modified (a)
changed in form or character
modified (s)
mediocre
modified (imp. & p. p.)
of Modify
FAQs About the word modified
τροποποιημένο
changed in form or character, mediocreof Modify
ορισμένος,λεπτομερής,περιορισμένος,κατάλληλος,περιορισμένος,συγκεκριμένος,οριοθετημένο,περιγεγραμμένο,περιορισμένος,ορισμένος
απεριόριστος,αναρίθμητοι,αδιάστατος,ατελείωτος,διευρυμένο,επεκταθεί,γενικός,αμέτρητος,αμετρήσιμος,Αόριστος
modificatory => τροποποιητικός, modificative => τροποποιητικό, modification => Τροποποίηση, modificate => Τροποποιώ, modificable => Τροποποιήσιμος,