Greek Meaning of modified

τροποποιημένο

Other Greek words related to τροποποιημένο

Definitions and Meaning of modified in English

Wordnet

modified (a)

changed in form or character

Wordnet

modified (s)

mediocre

Webster

modified (imp. & p. p.)

of Modify

FAQs About the word modified

τροποποιημένο

changed in form or character, mediocreof Modify

ορισμένος,λεπτομερής,περιορισμένος,κατάλληλος,περιορισμένος,συγκεκριμένος,οριοθετημένο,περιγεγραμμένο,περιορισμένος,ορισμένος

απεριόριστος,αναρίθμητοι,αδιάστατος,ατελείωτος,διευρυμένο,επεκταθεί,γενικός,αμέτρητος,αμετρήσιμος,Αόριστος

modificatory => τροποποιητικός, modificative => τροποποιητικό, modification => Τροποποίηση, modificate => Τροποποιώ, modificable => Τροποποιήσιμος,