FAQs About the word modificative

τροποποιητικό

That which modifies or qualifies, as a word or clause.

No synonyms found.

No antonyms found.

modification => Τροποποίηση, modificate => Τροποποιώ, modificable => Τροποποιήσιμος, modifiable => τροποποιήσιμος, modifiability => δυνατότητα τροποποίησης,