Greek Meaning of modificative
τροποποιητικό
Other Greek words related to τροποποιητικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of modificative
- modificatory => τροποποιητικός
- modified => τροποποιημένο
- modified american plan => Τροποποιημένο αμερικανικό σχέδιο
- modified radical mastectomy => Τροποποιημένη ριζική μαστεκτομή
- modifier => τροποποιητής
- modifier gene => Γονίδιο τροποποιητή
- modify => Τροποποιώ
- modifying => Τροποποίηση
- modigliani => Μοντιλιάνι
- modii => μóδιοι
Definitions and Meaning of modificative in English
modificative (n.)
That which modifies or qualifies, as a word or clause.
FAQs About the word modificative
τροποποιητικό
That which modifies or qualifies, as a word or clause.
No synonyms found.
No antonyms found.
modification => Τροποποίηση, modificate => Τροποποιώ, modificable => Τροποποιήσιμος, modifiable => τροποποιήσιμος, modifiability => δυνατότητα τροποποίησης,