Greek Meaning of modicum
λίγο
Other Greek words related to λίγο
- διάολε
- ουρλιαχτό
- μικρός
- τεμαχίζω
- whit
- bit
- ηπειρωτικός
- Darn
- μύγα στο σπαθί
- τίποτα
- Σύκο
- φάντασμα
- λάμψη
- υπόδειξη
- ιώτα
- τελεία
- ουγγιά
- Ραπ
- Ομοιότητα
- ψήγμα
- ψίχουλο
- Καθίσματα
- Συλλαβή
- τίτλος
- αγγίζω
- whoop
- φασόλια
- τίποτα
- τίποτα
- τίποτα
- καταραμένος
- άσσος
- ψίχουλο
- νταμπ
- diddly
- σταγόνα
- Ακάρεο
- δαγκάνοντας
- σωματίδιο
- Φιστίκια
- καρφίτσα
- Ακτίνα
- σκραπ
- δισταγμός
- σκιά
- σκιά
- ψιχουλάκι
- λίγο
- Κλικ
- Κηλίδα
- κουκκίδα
- ράντισμα
- καταπόνηση
- σερί
- υποψία
- ίχνος
- τίποτα
Nearest Words of modicum
- modicity => μετριότητα
- modi => Μόντι
- modesty => σεμνότητα
- modestness => μετριοφροσύνη
- modestly => μετριοπαθώς
- modest petrovich mussorgsky => Μοντέστ Πέτροβιτς Μουσόργκσκι
- modest petrovich moussorgsky => Μοντέστ Πετρόβιτς Μουσόργκσκι
- modest mussorgsky => Μοντέστ Μουσόργκσκι
- modest moussorgsky => Μοντέστ Μουσόργκσκι
- modest => σεμνός
- modifiability => δυνατότητα τροποποίησης
- modifiable => τροποποιήσιμος
- modificable => Τροποποιήσιμος
- modificate => Τροποποιώ
- modification => Τροποποίηση
- modificative => τροποποιητικό
- modificatory => τροποποιητικός
- modified => τροποποιημένο
- modified american plan => Τροποποιημένο αμερικανικό σχέδιο
- modified radical mastectomy => Τροποποιημένη ριζική μαστεκτομή
Definitions and Meaning of modicum in English
modicum (n)
a small or moderate or token amount
modicum (n.)
A little; a small quantity; a measured simply.
FAQs About the word modicum
λίγο
a small or moderate or token amountA little; a small quantity; a measured simply.
διάολε,ουρλιαχτό,μικρός,τεμαχίζω,whit,bit,ηπειρωτικός,Darn,μύγα στο σπαθί,τίποτα
No antonyms found.
modicity => μετριότητα, modi => Μόντι, modesty => σεμνότητα, modestness => μετριοφροσύνη, modestly => μετριοπαθώς,