Greek Meaning of damn
διάολε
Other Greek words related to διάολε
- απόλυτος
- ολοκληρωμένο
- κατάρατος
- ορισμένος
- εντελώς
- τέλειο
- καθαρός
- πραγματικός
- διάφανος
- απλός
- συνολικό
- άνευ όρων
- προφέρει
- πολύ
- κενό
- ανθισμένος
- καταπληκτικός
- κατηγορηματικός
- κατηγορηματικός
- Καθαρός
- σταθερά
- ολοκληρωμένος
- συντριβή
- νεκρός
- θανατηφόρος
- απολύτως
- φοβερός
- ατελείωτος
- δίκαιο
- επίπεδος
- γνήσιος
- φρικτός
- τεράστιος
- κατακόρυφος
- βαθύς
- βαθμός
- τακτικός
- σκληρός
- πέτρα
- κατευθείαν
- φοβερός
- εμπεριστατωμένος
- διεξοδικός
- ατόφιος
- αμείωτος
- ανειδίκευτος
- με το γκάζι στο τέρμα
- Ολοήμερος
- θρασύς
- αυθεντικός
- κλασικός
- επιβεβαιωμένο
- αιώνιος
- εξαιρετικός
- ακραίο
- τρομερός
- συνήθης
- απελπισμένος
- αμετανόητος
- κύριος
- καθαρά και ξάστερα
- αιώνιος
- υπερθετικός
- Ανώτατος
- φοβερός
- απαύστως
- αθάνατος
- unremitting **ακατάπαυστος
- απεριόριστος
- πραγματικός
Nearest Words of damn
Definitions and Meaning of damn in English
damn (n)
something of little value
damn (v)
wish harm upon; invoke evil upon
damn (s)
used as expletives
expletives used informally as intensifiers
damn (r)
extremely
damn (v. t.)
To condemn; to declare guilty; to doom; to adjudge to punishment; to sentence; to censure.
To doom to punishment in the future world; to consign to perdition; to curse.
To condemn as bad or displeasing, by open expression, as by denuciation, hissing, hooting, etc.
damn (v. i.)
To invoke damnation; to curse.
FAQs About the word damn
διάολε
something of little value, wish harm upon; invoke evil upon, used as expletives, expletives used informally as intensifiers, extremelyTo condemn; to declare gui
απόλυτος,ολοκληρωμένο,κατάρατος,ορισμένος,εντελώς,τέλειο,καθαρός,πραγματικός,διάφανος,απλός
αμφίβολος,αμφίβολος,κατάλληλος,αμφισβητήσιμος,περιορισμένος,αβέβαιος,αμφίβολος
damming => καταδικαστικός, dammed => φράχθηκε, dammara => Δάμαρα, dammar resin => Ρητίνη της δαμαρόδεντρο, dammar pine => Δάμαρη,