Greek Meaning of damming
καταδικαστικός
Other Greek words related to καταδικαστικός
Nearest Words of damming
Definitions and Meaning of damming in English
damming (p. pr. & vb. n.)
of Dam
FAQs About the word damming
καταδικαστικός
of Dam
αποκλεισμός,εμποδίζοντας,ασφυξία,απόφραξη,Πήξη,συμφόρηση,γέμιση,πλημμύρα,Κολλώδες,εμπλοκή
εκκαθάριση,εκσκαφή,απελευθερωτικό,άνοιγμα,ξεμπλοκάρισμα,αποσύνδεση,κένωση,Κοίλασμα (έξω),αστραπή,σκάβω (έξω)
dammed => φράχθηκε, dammara => Δάμαρα, dammar resin => Ρητίνη της δαμαρόδεντρο, dammar pine => Δάμαρη, dammar => δάμαρ,