Greek Meaning of plugging (up)

σύνδεση (up)

Other Greek words related to σύνδεση (up)

Definitions and Meaning of plugging (up) in English

plugging (up)

No definition found for this word.

FAQs About the word plugging (up)

σύνδεση (up)

αποκλεισμός,Κολλώδες,εμποδίζοντας,σταμάτημα,ασφυξία,απόφραξη,Πήξη,συμφόρηση,καταδικαστικός,γέμιση

άνοιγμα,εκκαθάριση,εκσκαφή,απελευθερωτικό,Κοίλασμα (έξω),σκάβω (έξω),ξεμπλοκάρισμα,αποσύνδεση,κένωση,αστραπή

plugging (away) => Ξεμπερδεύω (δουλεύω σκληρά), plugged-in => συνδεδεμένο, plugged (up) => βουλωμένο (πάνω), plugged (away) => Συνδεδεμένο, plug (up) => φράζω (πάνω),