Greek Meaning of plowmen
αροτές
Other Greek words related to αροτές
- γεωργοί
- αγρότες
- γεωπόνοι
- καλλιεργητές
- αγρότες
- Αγρότες
- ακροκυνηγοί
- Παραγωγοί
- θεριστές
- γλάστρες
- θεριστές
- σκαπτικά εργαλεία
- κροφτέρς
- αγρότες
- Γεωργοί
- Τζέντλεμεν αγρότες
- έποικοι
- κτηνοτρόφοι
- γεωργοί
- Αυτοεξαρτώμενοι αγρότες
- ενοικιαστές αγρότες
- αγρότες
- αγρότες
- αγρότες
- φωλιές
- Αυτοί που εργάζονται σε ράντσο
- κτηνοτρόφοι
- συνάδελφοι
Nearest Words of plowmen
Definitions and Meaning of plowmen in English
plowmen
a farm laborer, one that plows, a man who guides a plow
FAQs About the word plowmen
αροτές
a farm laborer, one that plows, a man who guides a plow
γεωργοί,αγρότες,γεωπόνοι,καλλιεργητές,αγρότες,Αγρότες,ακροκυνηγοί,Παραγωγοί,θεριστές,γλάστρες
μη αγρότες
plots => οικόπεδα, plops => κηλίδες, plonks => πλονκς, plonking down => χοροπηδώντας, plonking (for) => τοποθέτηση (για),