Greek Meaning of plugged-in
συνδεδεμένο
Other Greek words related to συνδεδεμένο
Nearest Words of plugged-in
Definitions and Meaning of plugged-in in English
plugged-in
technologically or socially informed and connected
FAQs About the word plugged-in
συνδεδεμένο
technologically or socially informed and connected
συναγερμός,προσεκτικός, προσεκτική,άγρυπνος,επαγρυπνών,μέσα στα πράγματα,ενήμερος,ενημερωμένος,παρατηρητικός,παρατηρώντας,Με ανοιχτά μάτια
ανυποψίαστος,εν αγνοία,Αναίσθητος,απληροφόρητος,άθελά του,απρόσεκτος,άθελά του,απρόσεκτος (aprósektos),απροετοίμαστος,απροετοίμαστος
plugged (up) => βουλωμένο (πάνω), plugged (away) => Συνδεδεμένο, plug (up) => φράζω (πάνω), plug (away) => συνδέω, plucks => Αποσπά,