Greek Meaning of plummeted
έπεσε κάθετα
Other Greek words related to έπεσε κάθετα
- αρνήθηκε
- βουτηγμένο
- έπεσε
- έπεσε
- βυθισμένος
- αναποδογύρισμα
- μειωμένος
- καταγόμενος
- ελαττωμένος
- βούτηξε
- περιστέρι
- μειωμένος
- βούλιαξε
- γλίστρησε
- βυθισμένο
- συνετρίβη
- κρατηροειδής
- έπεσε με τη μύτη
- μειώθηκε
- κρεμασμένος
- συρρικνώθηκε
- υποχώρησε
- λιγότερο
- αφήνω κάτι
- μέτριος
- υποχώρησε
- υποχώρησε
- μειώθηκε
- αποκλιμακωμένο
- πέθανε
- υποχώρησε
- σταδιακά μειωμένο
Nearest Words of plummeted
Definitions and Meaning of plummeted in English
plummeted
an abrupt drop, plumb line, to drop sharply and abruptly, plumb entry 1, to fall perpendicularly, plumb, to fall straight down
FAQs About the word plummeted
έπεσε κάθετα
an abrupt drop, plumb line, to drop sharply and abruptly, plumb entry 1, to fall perpendicularly, plumb, to fall straight down
αρνήθηκε,βουτηγμένο,έπεσε,έπεσε,βυθισμένος,αναποδογύρισμα,μειωμένος,καταγόμενος,ελαττωμένος,βούτηξε
προέκυψε,ανατέλλει,αυξημένος,ανυψωμένος,τοποθετημένος,τριαντάφυλλο,αιχμηρό,ανέβηκε,αύξησε,συσσωρευμένος
plugs => Φις, plugolas => Πρόσθετα, plugola => Διαφήμιση, plugging (up) => σύνδεση (up), plugging (away) => Ξεμπερδεύω (δουλεύω σκληρά),