Greek Meaning of sank

βούλιαξε

Other Greek words related to βούλιαξε

Definitions and Meaning of sank in English

Webster

sank ()

imp. of Sink.

of Sink

FAQs About the word sank

βούλιαξε

imp. of Sink., of Sink

αρνήθηκε,επιδεινωμένο,έπεσε,επιδεινώθηκε,ατροφικός,φθαρμένο,εκφυλισμένος,καταγόμενος,αποκεντρωμένος,ελαττωμένος

βελτιωμένη,βελτιωμένος,βελτιωμένος,ανεπτυγμένη,βελτιωμένο,εμπλουτισμένο,οχυρωμένος,ενισχυμένο,εντατικοποιημένος,πορευμένος

sanjak => Σαντζάκι, sanity => λογική, sanitized => απολυμασμένο, sanitize => Απολύμανση, sanitization => απολύμανση,