Greek Meaning of worsened
επιδεινώθηκε
Other Greek words related to επιδεινώθηκε
- αρνήθηκε
- καταγόμενος
- επιδεινωμένο
- θρυμματισμένος
- ατροφικός
- φθαρμένο
- εκφυλισμένος
- αποκεντρωμένος
- ελαττωμένος
- υποχώρησε
- έπεσε
- οπισθοδρόμησε
- υποχώρησε
- σάπιο
- βούλιαξε
- βυθισμένο
- εξασθενημένος
- μειώθηκε
- κατεστραμμένο
- εξασθενημένος
- αποσυντεθείς
- Υποβαθμισμένο
- ερειπωμένος
- διαλυμένη
- κρεμασμένος
- συρρικνώθηκε
- απέτυχε
- καθυστερημένος
- αποκαμμένος
- λιγότερο
- μειωμένος
- μουχλιασμένο
- υποχώρησε
- μειωμένη
- χαλάρωσε
- γλίστρησε
- ξινισμένος
- κακομαθημένος
- κακομαθημένος
- μειώθηκε
- αποκλιμακωμένο
- περιορισμένο
- σάπιος
- πήγε στον σπόρο
- υπονομεύει
- πήγε στράφι
- Πήγε σε σπόρους
Nearest Words of worsened
Definitions and Meaning of worsened in English
worsened (a)
changed for the worse in health or fitness
worsened (s)
made or become worse; impaired
FAQs About the word worsened
επιδεινώθηκε
changed for the worse in health or fitness, made or become worse; impaired
αρνήθηκε,καταγόμενος,επιδεινωμένο,θρυμματισμένος,ατροφικός,φθαρμένο,εκφυλισμένος,αποκεντρωμένος,ελαττωμένος,υποχώρησε
βελτιωμένη,βελτιωμένος,βελτιωμένος,ανεπτυγμένη,βελτιωμένο,εμπλουτισμένο,ενισχυμένο,εντατικοποιημένος,βελτιωμένο,Ενισχυμένο
worsen => χειροτερεύει, worse => χειρότερος, worrywart => Άνθρωπος που ανησυχεί πολύ, worryingly => ανησυχητικά, worrying => ανησυχητικό,